υπέρθεση

υπέρθεση
η / ὑπέρθεσις, -έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι]
η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο
νεοελλ.
1. επαλληλία
2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία
3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την τεκτονική δομή, λόγω εγκιβωτισμού του από ένα κάλυμμα ή από μια επιφάνεια επιπέδωσης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση τής αρχικής του μορφής, αλλ. επιγένεια
4. φρ. «αρχή τής υπέρθεσης» ή «αρχή τής επαλληλίας»
i) γεωλ. θεμελιώδης νόμος τής στρωματογραφίας, σύμφωνα με τον οποίο τα κατώτερα στρώματα μιας αδιατάρακτης σειράς πετρωμάτων είναι αρχαιότερα από τα ανώτερα στρώματά της
ii) φυσ. αρχή τής μηχανικής κατά την οποία το αποτέλεσμα μιας κίνησης δεν μεταβάλλεται, εάν το κινητό εκτελεί και άλλη κίνηση
μσν.-αρχ.
(ρητ.) υπέρβαση, υπερβολή («ὁ καθ' ὑπέρθεσιν τῆς ἀληθείας καὶ φαντασίας», Ευστ.)
μσν.
φρ. «ὑπέρθεσις νηστείας» — παράταση νηστείας (Ευαγρ.)
αρχ.
1. αναβολή, αργοπορία
2. διάβαση από το διάσελο ενός όρους
3. (ρητ.) μετατόπιση, μετάθεση λέξεων ή προτάσεων
4. ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων
5. μεγαλοποίηση ενός πράγματος («ὥστε μὴ μόνον τὰς προγεγενημένας... ταφὰς ὑπερβαλέσθαι, ἀλλὰ καὶ τοῑς ἑπομένοις μηδεμίαν ὑπέρθεσιν καταλιπεῑν», Διόδ.)
6. φρ. «καθ' ὑπέρθεσιν» — κατά ανιούσα κλίμακα (Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπέρθεση — η 1. υπερημερία (βλ. λ.). 2. (γραμμ.), υπερθετικός βαθμός, η επίταση: Η υπέρθεση του «λαμπρός» είναι «πάρα πολύ λαμπρός». 3. η μετάθεση φθόγγων σε λέξη (καραφλός αντί φαρακλός, αλυχτώ αντί υλαχτώ). 4. υπερβατό (βλ. λ. υπερβατός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοϋπέρθεση — η το φαινόμενο στο οποίο οι ανακλάσεις από παράθυρα ή ματογυάλια μπορούν να δώσουν είδωλα που το ένα να προβάλλεται επάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + υπέρθεση] …   Dictionary of Greek

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • πολυτροπικότητα — η, Ν υπέρθεση μελωδιών που βασίζονται στο τροπικό σύστημα αλλά είναι η καθεμιά γραμμένη σε διαφορετικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. polymodatite (< πολυ * + modalite «μέλος, ήχος»] …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… …   Dictionary of Greek

  • συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”